Αρχιτέκτονας-Συγγραφέας

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

18 Ιανουαρίου 1984 Φεύγει ο μεγάλος λαϊκός βάρδος Βασίλης Τσιτσάνης




Απόσπασμα από αντίστοιχο κεφάλαιο του βιβλίου «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ … εν θερμώ»

     Στις 18 Ιανουαρίου 1984 , ανήμερα των γενεθλίων του , φεύγει από τη ζωή ο μεγάλος λαϊκός βάρδος και στιχουργός Βασίλης Τσιτσάνης σε ηλικία 66 ετών , ο άνθρωπος που αν και δε γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη , συνδέθηκε άρρηκτα μαζί της , καθώς σ΄αυτή έγραψε και τραγούδησε για πολλά χρόνια τα καλύτερα τραγούδια του που γράφηκαν στη δικτατορία Μεταξά , στην Κατοχή και αμέσως μετά τον Πόλεμο .

Στην κηδεία του μεγάλου καλλιτέχνη , που έγινε στις 21.1.1984 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών , παρουσία 20.000 φίλων και θαυμαστών του που τον συνόδευσαν συντετριμμένοι στην τελευταία του κατοικία , ο Μίκης Θεοδωράκης τραγούδησε το γνωστό τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή» , το οποίο γράφηκε στο δικό του στέκι «Ουζερί Τσιτσάνη» , στη Διαγώνιο (Παύλου Μελά 22 , δίπλα στο Μέγαρο Μοσκώφ) στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής .
  Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915 από Ηπειρώτες γονείς (η μητέρα του ήταν από τα Ζαγόρια και ο πατέρας του από τα Γιάννενα) . Στα Τρίκαλα ο πατέρας του Τσιτσάνη εγκαταστάθηκε το 1900 και ασχολήθηκε με την κατασκευή τσαρουχιών .

    Πρώτη επαφή με τη μουσική και το τραγούδι είχε ο Β. Τσιτσάνης ακούγοντας από μικρός τον πατέρα του να παίζει ένα παλιό ιταλικό μαντολίνο και να τραγουδά κλέφτικα δημοτικά τραγούδια . Στη συνέχεια, το μαντολίνο αυτό μετατράπηκε από έναν οργανοποιό σε μπουζούκι , και μ΄αυτό θα αρχίσει να παίζει ο Τσιτσάνης σε ηλικία 12 ετών .

Αργότερα έμαθε να παίζει στο γυμνάσιο των Τρικάλων πολύ καλό βιολί , και όπως ο ίδιος ομολογούσε  «…κανείς δεν φανταζόταν ποτέ ότι από δεξιοτέχνης του βιολιού θα γινόμουνα μπουζουξής» …

    Τα τραγούδια του Βαμβακάρη και του Παπάζογλου τον ενθουσιάζουν  και αρχίζει και ο ίδιος να γράφει και να τραγουδά δικά του τραγούδια  και ίσως το τραγούδι «Θα πάω εκεί στην Αραπιά» , που τραγούδησε όλη η Ελλάδα για δεκαετίες , να είναι το πρώτο του τραγούδι που κυκλοφόρησε σε δίσκο .

    Το 1936 ο Τσιτσάνης εγκαθίσταται στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά , καθώς ήταν το όνειρό του να γίνει δικηγόρος . Παράλληλα όμως στην πρωτεύουσα , για να καλύψει τα βιοποριστικά του έξοδα , αρχίζει να δουλεύει σε διάφορα μικρά κέντρα παίζοντας μπουζούκι και τραγουδώντας . Είναι περίοδος που γνωρίζει τον τραγουδιστή Μήτσο Περδικόπουλου , ο οποίος τον «μπάζει» στα σμυρναίικα και στα δημοτικά τραγούδια και γραμμοφωνεί το πρώτο ζεϊμπέκικο με τίτλο «Σ΄έναν τεκέ μπουκάρουν» . Θα ακολουθήσει η συνεργασία του με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σοφία Καρίβαλη .
    Το Μάρτιο του 1938 πηγαίνει στρατιώτης και υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών Θεσσαλονίκης που ήταν εγκατεστημένο στο κτιριακό συγκρότημα ανατολικά της προέκτασης της οδού Γ . Παπανδρέου (Ανθέων) στη βίλα Αλλατίνη (μετέπειτα Νομαρχία Θεσσαλονίκης) . Μόλις έφτασε στη Θεσσαλονίκη έγραψε και το πρώτο του τραγούδι που αναφέρεται στην πόλη που αγάπησε και συνδέθηκε μαζί της ως το τέλος της ζωής του , άσχετα αν το 1946 , μετά τον πόλεμο , θα επιστρέψει στην Αθήνα , όπου βρίσκονταν άλλωστε όλες οι δισκογραφικές εταιρείες με τις οποίες συνεργαζόταν («Odeon» , «Columbia» και  «His Master΄s Voice») . Το τραγούδι με τίτλο «Ο ασυρματιστής» αναφέρει χαρακτηριστικά :
«Πέντε μήνες βρίσκομαι μες στη Θεσσαλονίκη  - στο Τάγμα Τηλεγραφητών εκεί που ανήκει- ενόμιζα πως θα ΄μουνα παντοτινά πολίτης - μα πήρα τον ασύρματο και έγινα προφήτης - Στον ώμο τον φορτώνομαι και στο Ντεπώ πηγαίνω - κορίτσια της Καλαμαριάς όλα τα ξετρελαίνω . -Αριστοκράτισσες μικρές ζητάνε να με δούνε - στου Φλόκα περιφέρονται για μένα συζητούνε - Τσιτσάνη ν΄αντικρίσουνε να παρηγορηθούνε» .  
    Στο «πειθαρχείο» του τάγματος , το οποίο παρότι φαίνεται συχνά επισκεπτόταν ως κρατούμενος ο Τσιτσάνης , έγραψε κάποια χειμωνιάτικη νύχτα και τη θρυλική «Αρχόντισσσα», τραγούδι αφιερωμένο σε μια όμορφη γυναίκα , με τα εξής λόγια :
«Κουράστηκα για να σε αποκτήσω  - αρχόντισσά μου , μάγισσα τρελή - σαν θαλασσοδαρμένος μες στο κύμα - παρηγοριά ζητούσα ο δόλιος στη ζωή . Πόσες καρδούλες έχουν μαραζώσει - και ξέχασαν για πάντα τη ζωή ,  μπροστά στ΄αρχοντικά σου τα στολίδια - σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και Ρωμιοί . -Αρχόντισσα , τα μαγικά σου μάτια -τα ζήλεψα , τα έκλαψα πολύ - φαντάστηκα , σκεπτόμουνα παλάτια- μα συ με γέμισες μαρτύρια στη ζωή»

Στις αρχές του 1940 , ο Τσιτσάνης που βρισκόταν  στη Θεσσαλονίκη , αρραβωνιάστηκε τη Θεσσαλονικιά Ζωή Σαμαρά , κόρη ξυλέμπορου από τα Γρεβενά , την οποία παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1942 και απέκτησαν δύο παιδιά , τη Βικτωρία και τον Κώστα .

Κουμπάρος του ήταν ο τότε διοικητής Ασφάλειας της Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μουσχουντής , φίλος του Τσιτσάνη και λάτρης του ρεμπέτικου τραγουδιού , ο οποίος και τον βοήθησε να εργασθεί σε διάφορα καταστήματα διασκέδασης τα οποία παρά τις φοβερές συνθήκες πείνας και ανέχειας , λειτουργούσαν με την ανοχή των κατακτητών στην κατοχική Θεσσαλονίκη , με πελάτες συνήθως μαυραγορίτες  και συνεργάτες των Γερμανών .

Τότε το 1942 , άνοιξε και το «Ουζερί Τσιτσάνη» με τον κουνιάδο του , στην οδό Παύλου Μελά 22 στη Διαγώνιο , στο Κέντρο της Θεσσαλονίκης , για τους χειμερινούς μήνες , χωρίς όμως να σταματήσει να εμφανίζεται και να τραγουδά και ο ίδιος και στα άλλα γνωστά μαγαζιά της πόλης , καθώς και στη Χαλκιδική , κυρίως τα καλοκαίρια που έκανε περιοδείες στις γύρω περιοχές .

Το 1943 έπαιξε στην οικογενειακή ταβέρνα «Τα κούτσουρα του Δαλαμάγκα» στην οδό Νικηφόρου Φωκά 10 , στο στέκι της αριστοκρατίας «Μπεχ – τσινάρι « στην παραλία της Θεσσαλονίκης , και αλλού , ενώ κατά την περίοδο αυτή έγραψε και το περίφημο τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή» κάτω από το βαρύ κλίμα της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη .

Ο ίδιος ο Τσιτσάνης αφηγείται πως εμπνεύστηκε αυτό το τραγούδι που χαρακτηρίστηκε «εθνικός ύμνος» της λαϊκής μας μουσικής λέγοντας : «Κατά την περίοδο της Κατοχής , στη Θεσσαλονίκη , εμπνεύστηκα και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» .

Την αφορμή μου την έδωσε ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας , με την πείνα , τη δυστυχία , το φόβο , την καταπίεση , τις συλλήψεις , τις εκτελέσεις .

Η «Συνεφιασμένη Κυριακή» κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο»

Το ιστορικό , εκφραστικό , λιτό και όμορφο τραγούδι αναφέρει :
«Συννεφιασμένη Κυριακή -  μοιάζεις με την καρδιά μου - που έχει πάντα συννεφιά , συννεφιά - Χριστέ και Παναγιά μου .

- Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή - που ΄χασα τη χαρά μου - συννεφιασμένη Κυριακή , Κυριακή - ματώνεις την καρδιά μου .-


Όταν σε βλέπω βροχερή - στιγμή δεν ησυχάζω - μαύρη μου κάνεις τη ζωή , τη ζωή  - και βαριαναστενάζω»                                                                           



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου